μονομαχοτρόφος

Revision as of 09:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, trainer of gladiators, Lat. lanista, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 204] Zweikämpfer, Gladiatoren ernährend, haltend, lanista.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μονομαχοτρόφος, -ον)
(στην αρχαία Ρώμη) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα δημόσια θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομάχος + -τρόφος (< τρέφω)].