μεσσογενής
English (LSJ)
μεσσογενές, middle-aged, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μεσσογενής: -ές, ὁ ἐν μέσῃ ἡλικίᾳ γεγονώς, μεσῆλιξ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεσσογενής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν μέσῃ ἡλικίᾳ γεγονώς, μεσῆλιξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- (για τα δύο -σσ- βλ. μέσος) + -γενής (< γένος), πρβλ. θεογενής].