ὑπερθαύμαστος

Revision as of 09:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὑπερθαύμαστον, most admirable, AP15.16 (Const. Rhod.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait admirable.
Étymologie: ὑπερθαυμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθαύμαστος: изумительный, чудесный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθαύμαστος: -ον, λίαν ἢ πλεῖστον ὅσον θαυμαστός, Ἀνθ. Π. 15. 16.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ θαυμαστός
εξαιρετικά θαυμαστός.

Greek Monotonic

ὑπερθαύμαστος: -ον, ο πιο αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπερ-θαύμαστος, ον,
most admirable, Anth.