ἐκδικητικός

Revision as of 09:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐκδικητική, ἐκδικητικόν, revengeful, Tz.ad Lyc.406.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vengativo δυνάμεις de las Erinis, Tz.ad Lyc.406.

German (Pape)

[Seite 757] ή, όν, rächend, strafend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδῐκητικός: -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐκδικητικός, -ή, -όν)
αυτός που ρέπει προς την εκδίκηση, που θέλει οπωσδήποτε να εκδικηθεί
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδίκηση ή στον εκδικητή.