ὡραιοκόμος

Revision as of 09:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὡραιοκόμον, studying dress or decoration, Suid.

German (Pape)

[Seite 1413] fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὡραιοκόμος: -ον, ὁ τοῦ κάλλους ἐπιμελούμενος, καλλωπιστὴς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφοκόμος].