ἡ, sandy seashore, Hsch.
[Seite 1391] ἡ, das sandige Meeresufer, Hesych.
ψᾰμᾰθία: ἡ, ἡ ἀμμώδης παραλία, «ψαμαθία· αἰγιαλὸς» Ἡσύχ.
ἡ, Α ψάμαθος(κατά τον Ησύχ.) αμμώδης παραλία, αμμουδιά.