αμμουδιά

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source

Greek Monolingual

η αμμούδα
1. αμμώδης παραλία, γιαλός (σε αντίθεση προς το άμμουδα)
2. έκταση γης εξ ολοκλήρου ή πολύ αμμώδης και επομένως άγονη.