αμμουδιά

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

η αμμούδα
1. αμμώδης παραλία, γιαλός (σε αντίθεση προς το άμμουδα)
2. έκταση γης εξ ολοκλήρου ή πολύ αμμώδης και επομένως άγονη.