Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Full diacritics: μερόεν | Medium diacritics: μερόεν | Low diacritics: μερόεν | Capitals: ΜΕΡΟΕΝ |
Transliteration A: meróen | Transliteration B: meroen | Transliteration C: meroen | Beta Code: mero/en |
μερόεν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεριστικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος, πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μερόεις].