δίκυμος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
δίκυμον, bearing twins, πρόβατα Suid.
Spanish (DGE)
(δίκῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 bañado por dos mares ὄρος Orac.Sib.12.84, cf. 5.32.
2 gemelo, nacido de un parto doble o quizá que pare gemelos δίκυμα· τὰ διδυμοτόκα πρόβατα Sud.