μητροπολίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A citizen of a μητρόπολις, Aristodem. 17.1: in Egypt, PRyl. 216 (ii/iii A. D.).
2 citizen of Metropolis, CIG4472.4 (Laodicea ad mare).
II metropolitan bishop, Just.Nov.6.2, Cat.Cod.Astr. 8(1).249.
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, ein Bürger der Mutterstadt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μητροπολίτης: [ῑ], -ου, ὁ πολίτης τῆς μητροπόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 4472. 4. ΙΙ. ὁ τῆς μητροπόλεως ἐπίσκοπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8693, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 396Β· - κατὰ τὸν Εὐάγριον (4. 11) οἱ μητροπολῖται ἦσαν ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν τῶν ἐξάρχων. Κατὰ τὴν δεκάτην καὶ τὰς ἀκολούθους ἑκατονταετηρίδας ἦσαν ὑπέρτεροι τῶν ἀρχιεπισκόπων, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 531, 1.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μητροπολίτης) μητρόπολη
(κατά τους βυζαντινούς χρόνους) ο επίσκοπος της πολιτικής πρωτεύουσας της επαρχίας, δηλαδή της μητρόπολης, ο οποίος ήταν διοικητική κεφαλή του εκκλησιαστικού σώματος της επαρχίας, συγκαλούσε την επαρχιακή σύνοδο, προήδρευε σε αυτήν και εκτελούσε τις αποφάσεις της
νεοελλ.
1. (μέχρι το 1922) ο επικεφαλής της ιεραρχίας τῆς αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας
2. (σήμερα) επίσκοπος ο οποίος μαζί με τον αρχιεπίσκοπο εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και συμμετέχει σε όλα τα συνοδικά όργανα διοίκησης της Εκκλησίας
αρχ.
1. κάτοικος μητρόπολης
2. πολίτης της Μητροπόλεως.