ἐγγράμματος

Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐγγράμματον,
A written, λόγος φωνὴ ἐ. Pl.Def.414d, cf. Ph.1.321, Arr.Epict.1.20.4, S.E.M.1.100.
II containing letters, descriptive of letters, ῥῆσις Ath. 10.454b.
III literate, POxy.1467.13 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
I de abstr.
1 constituido o representado por letras, articulado φωνή Pl.Def.414d, Phld.Sens.26A.15, Ph.1.321, Arr.Epict.1.20.4, S.E.M.1.100, Gramm.Pap.9.33, D.L.3.107, Porph.Abst.3.3
puesto por escrito, expresado mediante la palabra escrita διάνοια ἐ. Gramm.Pap.2.103, ἐπιστολὴ ... ἐστιν ὁμιλία τις ἐ. Epist.Char.praef. (p.14).
2 que describe las letras del alfabeto ῥῆσις Ath.454b.
II de pers. alfabetizado, que sabe escribir ἐ. δὲ κ[αὶ ἐ] ς τὰ μάλιστα γράφειν εὐκόπως δυναμένη POxy.1467.13 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 701] schriftlich aufzuzeichnen, durch die Schrift darzustellen, Sp., z. B. φωνή; übh. schriftlich, im Gegensatz des Mündlichen, λόγος φωνὴ ἐγγρ. Plat. Def. 414 d. Bei Ath. X, 454 d ist ἐγγράμματος ῥῆσις Beschreibung der Schriftzeichen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
figuré par lettres, écrit.
Étymologie: ἐν, γράμμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγράμμᾰτος: записанный или могущий быть записанным (φωνή Plat., Sext., Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγράμματος: -ον, γραπτός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ προφορικός, Πλάτ. Ὅροι 414D· φωνὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 100. ΙΙ. γράμματα περιέχουσα, περιγράφουσα γράμματα, ῥῆσις Ἀθήν. 454D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐγγράμματος, -ον)
αυτός που γνωρίζει γράμματα, μορφωμένος
αρχ.
1. γραπτός
2. αυτός που περιέχει γράμματα.