ἐριθαλής
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
ἐριθαλές, (θάλλω)
A = ἐριθηλής, Limen.6, Hsch.
II Subst. ἐριθαλές, τό, stone-crop, Sedum altissimum, Plin.HN25.160; cf. ἐριθαλίς· εἶδος δένδρου, Hsch.; dub. l. in Ps.-Dsc.4.88.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριθᾱλής: ἢ -θαλλής, Δωρ. ἀντὶ ἐριθηλής, Ἡσύχ.