σελλίζομαι

Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Pass., imitate Aeschines ὁ Σέλλου, affect to be wealthy, Phryn.Com.10; but also σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι (v. ψελλός) , τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σελλίζομαι: Παθ., μιμοῦμαι τοὺς Σελλοὺς, ἐπιδεικτικῶς προσποιοῦμαι πενίαν, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Κρον.» 5, ἔνθα ἴδε Meineke· -σελλισμός, ὁ, πιθαν. γραφὴ παρὰ Θεογνώστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 11. -Καθ’ Ἡσύχ.: «σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι. τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει».

Greek Monolingual

Α
μεσ.
1. φέρομαι αλαζονικά, κομπάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελλίζεσθαι
ψελλίζεσθαι, τινὲς δὲ σελλίζει
άλαζονεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψελλίζομαι (< ψελλός). Η ερμηνεία που έχει δοθεί στη λ. «κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά» είναι ευκαιριακή παραφθορά της αρχικής της σημ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: = ψελλίζεσθαι τινες δε σελλίζει ἀλαζονεύει H. In Phryn.Com. 10 imitate Aeschine, son of Sellos; "le sens a été occasionellemnt déformé par Phryn." (DELG).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear.