καλλιγραφία

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, beautiful writing, whether of the characters or the style, cf. Plu. 2.397c with 145f; as a subject of competition in schools, good handwriting, CIG3088 (Teos): in plural, elegances of style, D.L.3.66.

German (Pape)

[Seite 1309] ἡ, das Schönschreiben, Malen, Plut. Pyth. or. 7, auch der schöne Styl, ἡ ἐν τοῖς μέλεσι καλλ. conjug. praec. extr.; D. L. 3, 66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 belle écriture;
2 beau style.
Étymologie: καλός, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

καλλιγρᾰφία:
1 красивое письмо, изящный почерк Plut.;
2 прекрасный слог Plut.;
3 красиво написанное произведение Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγρᾰφία: ἡ, ὡραῖον γράψιμον, καὶ καλὸν ὕφος, πρβλ. Πλούτ. 2. 397C πρὸς 145F, καὶ ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 3088.

Greek Monolingual

η (AM καλλιγραφία) καλλιγραφώ
ωραίος τύπος γραφής με σύμμετρα και κανονικά γράμματα, διαστήματα κ.λπ.
νεοελλ.
το μάθημα κατά το οποίο διδάσκεται συστηματικά η καλλιγραφία
νεοελλ.-μσν.
η τέχνη ή η ικανότητα να γράφει κανείς ωραία και περίτεχνα γράμματα
αρχ.
το προσεγμένο ύφος, η γλαφυρότητα του λόγου.