δοχικός
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
δοχική, δοχικόν, δ. μέτρον receiving measure (officially prescribed for use by revenue officials), opp. ἀνηλωτικόν, PHib.1.74 (iii B. C.), al., cf. PTeb.11.6, PPar.66.26, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
metrol. recipiente μέτρον δ. medida recipiente n. de una medida para áridos, equiv. prob. a 36 quénices, y del receptáculo o patrón πρὸς τοῖς δοχικοῖς μέτροις τῶν θησαυρῶν UPZ 157.26, cf. PHib.74.2 (ambos III a.C.), PTeb.11.6 (II a.C.), πυροῦ ... κεκοσκινευμένου μέτρῳ δοχικῷ τῷ πρὸς τὸ χαλκοῦν SB 8754.11 (I a.C.), μικρὸν μέτρον δοχικόν PStras.40.45 (VI d.C.)
•subst. τὸ δ. mismo sign. τὸν δὲ πυρὸν μετρήσεις εἰς τοὺς δημοσίους θησαυρούς, μίαν Ἀθαναίῳ ἀντὶ μίαν δοχικῷ PVindob.Sijpesteijn 8.21 (II d.C.), cf. PAmh.87.22 (II d.C.).