ἔξαλσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A leaping with the legs held together (κομιδὴ σκελῶν συνεχής) for exercise, Aret.CD1.2.
II dislocation, displacement, Hp.Art.46.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic.
1 desplazamiento, luxación de vértebras οὐ ῥηΐδιον τοιαύτην ἔξαλσιν γενέσθαι ἐς τὸ ἔσω Hp.Art.46, cf. ib.
2 salto como ejercicio terapéutico, Aret.CD 1.2.13.
German (Pape)
[Seite 866] ἡ, der Sprung auf einem Fleck mit zusammengehaltenen Füßen, Aret. – Bei Hippocr. = Verrenkung.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαλσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξάλλεσθαι, πηδᾶν πρὸς τὰ ἄνω χάριν ἀσκήσεως, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2. ΙΙ. ἔξωσις, μετατόπισις, ἐπὶ τῶν σπονδύλων τῆς ῥάχεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· πρβλ. ἐξάλλομαι.
Greek Monolingual
ἔξαλσις, η (Α) εξάλλομαι
1. πήδημα με ενωμένα τα πόδια
2. (για σπονδύλους) εξάρθρωση.