ἀντιπαραδέχομαι
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
A admit instead or in place of, A.D.Synt.108.13.
2 receive in turn, BGU977.15 (ii A.D.); dub. sens. in Ph.2.508.
Spanish (DGE)
1 sustituir por c. ac. αἱ ἐτήσιοι ὧραι ... ἀλλήλας ἀντιπαραδεχόμεναι Ph.2.508, οἱ λόγοι τὰ ὀνόματα παραιτοῦνται ἀντιπαραδεχόμενοι τὰς ἀντωνυμίας A.D.Synt.108.13.
2 recibir a su vez Procop.Arc.30.7, cf. en v. pas. BGU 977.15 (II d.C.).