ἐγκαταγηράσκω

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= ἐγγηράσκω, grow old in, τῇ ἀρχῇ Arist.Ath.17.1; ἐν πενίᾳ Plu.Phoc. 30; become inveterate in, Din.2.3:—also ἐγκαταγηράω, ταῖς μοναρχίαις Them. Or.19.232c.

Spanish (DGE)

hacerse viejo, envejecer en τῇ ἀρχῇ Arist.Ath.17.1, ἐν πενίᾳ Plu.Phoc.30, (πονηρίαν) ἐγκαταγεγηρακυῖαν (un vicio) que se ha hecho inveterado Din.2.3.

German (Pape)

[Seite 705] (s. γηράσκω), sein Alter bei Etwas zubringen, τινί, Plut. Phoc. 30; übh. = alt werden, πονηρία ἐγκαταγεγηρακυῖα Din. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

vieillir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καταγηράσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταγηράσκω: (среди чего-л. или в чем-л.) стариться, доживать до старости (ἐγκαταγηράσαι ἐν τῇ πενίᾳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταγηράσκω: μέλλ. -άσομαι, ἐγγηράσκω, γηράσκω ἔν τινι, ἐν πενίᾳ Πλουτ. Φωκ. 30· παλαιοῦμαι, Δείναρχ. 105. 20.

Greek Monolingual

ἐγκαταγηράσκω (Α)
1. γερνώ μέσα στη φτώχεια ή τη δυστυχία κ.λπ.
2. παλιώνω.

Greek Monotonic

ἐγκαταγηράσκω: μέλ. -άσομαι, γερνώ σε, ἐν πενίᾳ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. άσομαι
to grow old in, ἐν πενίᾳ Plut.