χάραδρος
English (LSJ)
ὁ, = χαράδρα, Plu.Agis8, IG7.3170 (Orchom. Boeot.), SIG826 E23 (Delph., ii B. C.): as pr. n. of many torrents in Greece, Th.5.60, Paus.2.25.2, 7.22.11, etc.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, = χαράδρα, Plut. Agis 8 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
χάραδρος: ὁ Plut. = χαράδρα.
Greek (Liddell-Scott)
χάραδρος: ὁ, = χαράδρα, Πλουτ. Ἆγις 8, Συλλ. Ἐπιγρ., 1569c· - Χάραδρος ἦτο ὄνομα πολλῶν χειμάρρων ἐν Ἑλλάδι, Θουκ. 5. 60, Παυσ. 2. 25., 7. 22, κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. χαράδρα
2. ως κύριο όν. Χάραδρος
ονομασία πολλών χειμάρρων της Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. χαράδρα, κατά τα αρσ.].