συγκηδεύω

Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

join in burying, Phylarch.26 J.; bury along with, πλοῦτόν τινι πολύν J.AJ7.15.3, cf. Suid. s.v. δανάκη: metaph., κακὰ συγκηδευόμενά τινι Plu.2.114e.

German (Pape)

[Seite 967] mit, zugleich, zusammen besorgen, bestatten, neben συνεκφέρω Ath. XIII, 606, e.

French (Bailly abrégé)

ensevelir ensemble.
Étymologie: σύν, κηδεύω.

Russian (Dvoretsky)

συγκηδεύω: хоронить вместе (τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκηδεύω: κηδεύω ὁμοῦ, συνθάπτω, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F· μεταφορ., κακὰ συγκηδευόμενά τινι Πλούτ. 2. 114E, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. δανάκη.

Greek Monolingual

ΜΑ
θάβω ένα πράγμα μαζί με κάποιον («πλοῦτον ἄφθονον αὐτῷ συνεκήδευσεν», Ζωναρ.)
αρχ.
θάβω μαζί δύο ή περισσότερους νεκρούς.