συνεκφέρω
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
A carry out together, esp. to burial, τινα Phylarch.26 J., prob. in Lycurg.45 (ξυνενεγκεῖν cod.); attend a funeral, Th.2.34, D.C.56.42.
2 disgorge together, τῷ νοσήματι τὸν λόγον Plu.2.453d.
3 in Surgery, remove together, Antyll. ap.Aët.7.74.
II bear to the end along with, τινὶ ἔρωτας E.Fr. 339: metaph., Plot.6.8.16.
III express with or together, of an artist, τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν Plu.2.335b, cf. 25c; ἔργα ὕψος τι διανοίας σ. Id.Demetr.20.
IV Pass., to be carried away by emotion, etc., Phld.Lib. p.42 O.; τῇ δυνάμει τῶν συνηγορούντων D.S.1.76; τοῖς θυμοῖς Id.17.70; τῇ νίκῃ, φιλοτιμίᾳ, Plu.Aem.22, Ages.23; τισι Philostr.VA5.33.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. φέρω), mit od. zugleich heraustragen u. pass. mit herausgehen; bes. – a) vom Begräbniß, dem Leichenzuge folgen, mit begraben, Thuc. 2, 34; herausbringen, ausspeien, Plut. de cohib. ira 2. – b) mit ertragen, erdulden, Sp. – c) mit aussprechen, z. B. in einem Bilde mit ausdrücken, Plut. de Alex. fort. 2, 2, vgl. Demetr. 20 u. de aud. poet. 6, καὶ κακίας καὶ ἀρετῆς σημεῖα μεμιγμένα ταῖς πράξεσιν ἡ μὴ παντάπασι τῆς ἀληθείας ὀλιγωροῦσα μίμησις συνεκφέρει.
French (Bailly abrégé)
I. accompagner un convoi funèbre;
II. porter au dehors, emporter (des morts, d'un champ de bataille);
III. fig. 1 entraîner, mettre hors de soi ; Pass. être emporté, être entraîné;
2 exprimer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκφέρω, Att. ook ξυνεκφέρω act. met acc. samen naar buiten brengen, van doden samen naar het graf dragen; abs. deelnemen aan de uitvaart. Thuc. 2.34.4. overdr. tegelijk (met...) uitdrukken, tegelijk (met...) blijk geven van, met acc. en ἅμα + dat. (van) iets tegelijk met iem.. Plut. Demetr. 20.5. pass. meegesleept worden (bijv. door gevoelens).
Russian (Dvoretsky)
συνεκφέρω:
1 вместе выносить (покойника), т. е. участвовать в похоронной процессии Thuc.;
2 вместе уносить, увлекать: συνεκφέρεσθαι τῇ δυνάμει τῶν λεγόντων Diod. поддаваться обаянию ораторов;
3 выводить, представлять, изображать (ἀρετῆς σημεῖα μεμιγμένα ταῖς πράξεσιν Plut.);
4 выводить прочь, извергать (τι τῷ νοσήματι Plut.);
5 вместе переносить, испытывать (τι Eur.).
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
(σχετικά με λέξεις ή φθόγγους) εκφωνώ μαζί, συμπροφέρω
αρχ.
1. εκφέρω μαζί, ιδίως για ενταφιασμό, συνοδεύω την κηδεία κάποιου
2. παρακολουθώ κηδεία
3. εκφράζω μαζί ή συγχρόνως («συνεκφέρειν τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν», Πλούτ.)
4. αποβάλλω μαζί
5. (στη χειρουργική) εξάγω μαζί
6. υπομένω κάτι μέχρι το τέλος μαζί με κάτι άλλο
7. παθ. συνεκφέρομαι
παρασύρομαι μαζί με κάποιον («συνεκφέρεσθαι τῇ δυνάμει τῶν συνηγορούντων», Διόδ.).
Greek Monotonic
συνεκφέρω: μέλ. -εξοίσω, μεταφέρω, εκφέρω από κοινού, ιδίως προς ταφή, κηδεύω, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφέρω: ἐκφέρω ὁμοῦ, μάλιστα εἰς ταφήν, τινὰ Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F· παρακολουθῶ κηδείαν, Θουκ. 2. 34, Δίων Κ. 56. 42· ― ἐκβάλλω ὁμοῦ, τῷ νοσήματι τὸν λόγον Πλούτ. 2. 453D. ΙΙ. ὑπομένω μέχρι τέλους μετά τινος, τινὶ ἔρωτας Εὐρ. Ἀποσπ. 340. ΙΙΙ. ἐκφράζω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, σ. τῇ μορφῇ τὴν ἀρετὴν Πλούτ. 2. 335Β, πρβλ. 23C· οὕτω, ἔργα ὕψος τις διανοίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Δημ. 20. IV. Παθ., ἐκφέρομαι, παρασύρομαι ὁμοῦ, συμπαρασύρομαι, τῇ δυνάμει τῶν λεγόντων Διόδ. 1. 76· τοῖς θυμοῖς ὁ αὐτ. 17. 70· τῇ νίκῃ, φιλοτιμίᾳ, κτλ. Πλούτ., κλπ.
Middle Liddell
fut. -εξοίσω
to carry out together, esp. to burial, to attend a funeral, Thuc.