νεκύσια

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά, festival of the dead, PLond.ined.2309r.21 (iii B.C.), Bull.Soc.Alex.7.67 (iii B.C.), Artem.4.81, Eust.1615.2.

German (Pape)

[Seite 238] τά, Todtenopfer, Todtenfeier, Sp., wie Artemid. 4, 83.

Greek (Liddell-Scott)

νεκύσια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, προσφοραὶ εἰς τοὺς νεκρούς, Ἀρτεμίδ. 4. 83, Εὐστ. 1615, 2.

Greek Monolingual

νεκύσια, τὰ (Α)
γενική ονομασία εορτών, τελετών και θυσιών προς τιμήν τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός», κατά τις ονομ. εορτών σε -ια, όπως θαλύσια, γενέσια].