σαθρόω
English (LSJ)
make unsound or feeble, LXX Jd.10.8 (cod. A):—Pass., οἰκίας δύο μέρη ἐσαθρώθησαν PLond.5.1708.77 (vi A.D.), cf. Glossaria.
German (Pape)
[Seite 857] morsch, schwach, fehlerhaft machen, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σαθρόω: (σαθρὸς) ποιῶ τι σαθρόν, ἀδύνατον, εὔθραυστον, Ἑβδ. (διαφ. γραφ. ἐν Ἰουδ. Ι΄, 8), Ἐκκλ.· - εἶμαι ἢ γίνομαι σαθρός, Ἐκκλ.