πονητικός
English (LSJ)
πονητική, πονητικόν, laborious, ὁ τῶν γυναικῶν βίος Arist.GA775a33; ὅσα π. τῶν ἀρρένων Id.Long.466b12; painstaking, Gal.7.437.
German (Pape)
[Seite 680] zum Arbeiten gehörig, Sp.
Russian (Dvoretsky)
πονητικός: проводимый в труде, трудовой (ὁ τῶν γυναικῶν βίος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πονητικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τοὺς πόνους ὑποκείμενος, ὁ πλήρης κόπων, κοπώδης, ὁ τῶν γυναικῶν βίος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. περὶ Μακροβιότ. 5. 6.
Greek Monolingual
-ή -όν, Α πονῶ
ο γεμάτος πόνους και κόπους, επίπονος, επίμοχθος.