επίμοχθος

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμοχθος, -ον) μόχθος
(για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά
2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει κανείς με μεγάλη δυσκολία («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)
3. επώδυνος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίμοχθον
η εργατικότητα, η δραστηριότητα.