ἐνειμένος
English (LSJ)
η, ον, pf. part. Pass. of Εν-έννυμι (which is not found), clad, c. acc., θώρακας Agath.2.8; χλαμύδα Id.4.1.
Spanish (DGE)
-η, -ον
cubierto de, vestido con c. rég. de ac. ἐπὶ τῶν παραχρῆμα ἐσθῆτας ἐνειμένων Diogenian.1.5.20, cf. Apostol.8.88, Διόνυσον ... αἰγέαν ἐνειμένον μέλαιναν Et.Gen.α 1576.