-εως, ἡ, = κάθαρσις, PHeid.1.6.18 (iv A.D.), v.l. in LXX Le.12.4,6, Aq.ibid.; cf. καθάρεσις.
καθάρισις, ἡ (AM) καθαρίζωμσν.λύση κάποιου ζητήματος, ξεκαθάρισμααρχ.κάθαρση («καθάρισις ἁμαρτιών»).