δολωνικός
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
δολωνική, δολωνικόν, pertaining to a top-sail, ξύλον εἰς τράπεζαν δολωνικήν PLond.ined. 2305 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
del mástil de emergencia τράπεζα δ. plancha con un hueco central para colocar el mástil de emergencia, PLond.2139.6 (III a.C.).