παγκάλλιστος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
παγκάλλιστον, most beautiful, π. στέφανος τοῦ ἰδίου γένους IG12(7).53.15 (Amorgos).
Greek Monolingual
παγκάλλιστος, -ον (Α)
επιγρ. ο πιο ωραίος, ο ωραιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κάλλιστος.