ἐχθρεύω
English (LSJ)
to be at enmity with, τινι LXX Ex.23.22, al., Phld.Rh.2.134 S., Tz.H.1.671.
German (Pape)
[Seite 1125] feind sein, verfeindet sein, τινί, Schol. Il. 5, 639; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρεύω: διάκειμαι πρός τινα ἐχθρικῶς, γίνομαι ἐχθρός αὐτοῦ, τινι Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 22, κ. ἀλλ.)· «τούτῳ γοῦν τῷ Φαλάριδι Στησίχορος ἐχθρεύσας» Τζέτζ. Ἰστ. 1. 671.