μυρσινών

Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Att. μυρρινών, ῶνος, ὁ, myrtle-grove, Id.Ra.156, Aesop.194, Philostr.Im.2.1.

German (Pape)

[Seite 222] ῶνος, ὁ, = μυῤῥινών, LXX.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
bois de myrte.
Étymologie: μυρρίνη.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσῐνών: -ῶνος, ὁ, ἄλσος μυρσινῶν, Λατ. myrtetum, Ἀλκαῖ. 91, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ahrens (κοινῶς: μυρσινῄῳ)· Ἀττ. μυρρινών, Ἀριστοφ. Βάτρ. 156· - μυρσινεών, ῶνος, ὁ, Ἀκύλ. ἐν Ζαχ. Α΄, 8.

Greek Monotonic

μυρσῐνών: Αττ. μυρρινών, -ῶνος, ὁ, άλσος από μυρτιές, Λατ. myrtetum, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μυρσῐνών, αττιξ μυρρινών, ῶνος, ὁ,
a myrtle-grove, Lat. myrtetum, Ar.