δυσδιόρατος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
δυσδιόρατον, hard to see one's way in, τόπος διὰ τὸ σκοτεινόν Alcin.Intr. 35.
Spanish (DGE)
-ον
donde es difícil ver, que apenas permite ver fig. τόπος διὰ σκοτεινὸν δ. ref. a la actividad del sofista, Alb.Intr.35.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσδιόρατος, -ον)
αυτός που δύσκολα φαίνεται, δυσδιάκριτος
αρχ.
αυτός που δύσκολα βρίσκει διέξοδο.