ῥιψασπία
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ἡ, (ῥίπτω, ἀσπίς) throwing away of the shield, Sch. Hermog. in Rh.4.253 W.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιψασπία: ἡ, τὸ ῥίπτειν ἐν τῇ μάχῃ τὴν ἀσπίδα καὶ φεύγειν, Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 4, σ. 253, 17.
Greek Monolingual
ἡ, Α ῥίψασπις το να τρέπεται κανείς σε φυγή την ώρα της μάχης.