μεγαλοκόρυφος

Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μεγαλοκόρυφον, with lofty summits, γῆ Lyc.Orator ap.Arist.Rh.1405b36.

German (Pape)

[Seite 106] großwipselig, großgipselig, γῆ, Lycophr. orat. bei Arist. rhet. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sommets élevés.
Étymologie: μέγας, κορυφή.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκόρῠφος: высоковершинный (γῆ Lycophron ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκόρυφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς κορυφάς, γῆ Λυκόφρ. Ρήτωρ ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1.

Greek Monolingual

μεγαλοκόρυφος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψηλές κορυφές («μεγαλοκόρυφος γῆ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κορυφή.

Greek Monotonic

μεγᾰλοκόρυφος: -ον, βουνό με ψηλές, αγέρωχες βουνοκορφές, σε Αριστ.

Middle Liddell

μεγᾰλοκόρῠφος, ον
with lofty summits, ap. Arist.