διφρευτικός
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
διφρευτική, διφρευτικόν, concerned with chariot-driving, ἐπιστήμη Ephor.97 J.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
relativo a la conducción de un carro ἐπιστήμη Ephor.97
•subst. ἡ δ. las carreras de carros, Tz.Comm.Ar.2.384.6.