γαλακτοποιητικός
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
γαλακτοποιητική, γαλακτοποιητικόν, milk-producing, βοτάνη EM232.37.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que produce leche, βοτάνη EM 232.37G.