διασκιρτάω

Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

leap about, LXX Wi.19.9, Plu.Eum.11, Philostr.Jun. Im.10.

Spanish (DGE)

1 intr., de anim. saltar, dar brincos τοῖς μὲν ὀπισθίοις ... διεσκίρτων σκέλεσι saltaban sobre sus patas traseras de caballos, Plu.Eum.11, cf. Gr.Nyss.M.46.572D, Hippiatr.Cant.1.1
retozar, triscar ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν LXX Sap.19.9, ὁρᾷς δὲ καὶ διασκιρτῶντα τοῦ ὄρους θρέμματα Philostr.Iun.Im.10.17
en sent. fig., de pers. saltar, dar saltos de alegría διεσκίρτα τὰ τῷ προστάγματι τοῦ θεοῦ ζωογονηθέντα βοτά Gr.Nyss.Hom.Opif.1, διασκιρτᾷ μου ἡ ψυχὴ βλέπουσα Leont.Mon.Nat.432.
2 tr. voltear, hacer dar vueltas τὸ σῶμα por efecto de la fiebre, Plu.2.501c.

German (Pape)

[Seite 602] aus einander, umher springen, Plut. Eum. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bondir çà et là.
Étymologie: διά, σκιρτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκιρτάω rondspringen.

Russian (Dvoretsky)

διασκιρτάω: подпрыгивать, брыкаться (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).

Greek Monotonic

διασκιρτάω: μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκιρτάω: πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ μακράν, Πλούτ. Εὐμ. 11.

Middle Liddell

fut. ήσω
to leap about or away, Plut.