ψιθυριστικός
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ψιθυριστική, ψιθυριστικόν, slanderous, τὸ ψ. Cat.Cod.Astr.8(2).33.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ψιθυριστής
συκοφαντικός.