ἀντιπερίσπασμα

Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, as military term, diversion, ἀ. ποιεῖν τινί Plb.3.106.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
distracción como término milit. ποιεῖν ἀντιπερίσπασμα τοῖς Κελτοῖς Plb.3.106.6.

German (Pape)

[Seite 258] τό, das Abziehen vom Ziele, ποιεῖν τινι, dem Feinde eine Diversion machen, Pol. 3, 106.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπερίσπασμα: ατος τό досл. отвлечение в другую сторону, воен. диверсия (ἀ. ποιεῖν τοῖς πολεμίοις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπερίσπασμα: τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, ἀντιπερισπασμός, ἀντιπερίσπασμα ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.

Greek Monolingual

ἀντιπερίσπασμα, το (Α)
αντιπερισπασμός.