ἀντιπερισπασμός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ὁ, = ἀντιπερίσπασμα (diversion), DS. 14.49.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
distracción como término milit. νομίζων ἀντιπερισπασμόν τινα ποιήσειν D.S.14.49.
German (Pape)
[Seite 258] ὁ, dasselbe, ποιεῖν, den Feind zur Teilung seiner Streitkräfte nöthigen, Diod. Sic. 14, 49.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπερισπασμός: ὁ Diod. = ἀντιπερίσπασμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπερισπασμός: ὁ, τὸ ἀντιπερισπᾶν τὰς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ, Διόδ. 14. 49.
Greek Monolingual
ο (Α ἀντιπερισπασμός)
(ως στρ. όρ.)
1. απόσπαση της προσοχής του αντιπάλου προς άλλη κατεύθυνση
2. πολεμική ενέργεια που αποβλέπει σ' αυτό τον σκοπό
νεοελλ.
μτφ. ενοχλητική απασχόληση, έγνοια, δυσκολία, εμπόδιο.