ἀντιπερισπασμός

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπερισπασμός Medium diacritics: ἀντιπερισπασμός Low diacritics: αντιπερισπασμός Capitals: ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: antiperispasmós Transliteration B: antiperispasmos Transliteration C: antiperispasmos Beta Code: a)ntiperispasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἀντιπερίσπασμα (diversion), DS. 14.49.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
distracción como término milit. νομίζων ἀντιπερισπασμόν τινα ποιήσειν D.S.14.49.

German (Pape)

[Seite 258] ὁ, dasselbe, ποιεῖν, den Feind zur Teilung seiner Streitkräfte nöthigen, Diod. Sic. 14, 49.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπερισπασμός: ὁ Diod. = ἀντιπερίσπασμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπερισπασμός: ὁ, τὸ ἀντιπερισπᾶν τὰς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ, Διόδ. 14. 49.

Greek Monolingual

ο (Α ἀντιπερισπασμός)
(ως στρ. όρ.)
1. απόσπαση της προσοχής του αντιπάλου προς άλλη κατεύθυνση
2. πολεμική ενέργεια που αποβλέπει σ' αυτό τον σκοπό
νεοελλ.
μτφ. ενοχλητική απασχόληση, έγνοια, δυσκολία, εμπόδιο.