συναποβάλλω

Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

lose at the same time, D.S.3.7, Plu.Phil.21:—Pass., Gal.14.588.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. βάλλω), mit od. zugleich abwerfen, verlieren, Sp., wie Plut. Philop. 21.

French (Bailly abrégé)

perdre en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

συναποβάλλω: одновременно утрачивать, терять (μέρος τι τοῦ σώματος Diod.): συναποβεβληκέναι τὸ πρωτεύειν Plut. утратить первенство.

Greek (Liddell-Scott)

συναποβάλλω: ἀποβάλλω, «χάνω» συγχρόνως, Διόδ. 3. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 21. ― παρὰ μεταγεν. τὸ μέσον προτιμᾶται.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποβάλλω tegelijkertijd verliezen.