Pass., to be placed obliquely, Hp.Nat.Mul.40, Mul.2.141.
παραλοξαίνομαι: Παθ., γίνομαι λοξός, ἢ παραλοξαίνονται αἱ μῆτραι καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λοξὸν γίνεται Ἱππ. 578. 22., 655. 20.
Α παράλοξοςγίνομαι λοξός, λοξεύω.