ἀγνοητικός
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
ἀγνοητική, ἀγνοητικόν, mistaken, τὰ ἀ. πράττειν Arist.EE1246a48.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνοητικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἄγνοιαν προσήκων, ἐσφαλμένος· τὰ ἀγν. πράττειν, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 13, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἀγνοητικός: совершаемый по неведению: τὰ ἀγνοητικὰ πράττειν Arst. поступать ошибочно.