παγκοίρανος

Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

παγκοίρανον, supreme ruler, θεὰ παγκοίρανε θήρης Opp.C.4.21.

German (Pape)

[Seite 436] Alles beherrschend, θεὰ παγκοίρανε θήρης, Opp. Cyn. 4, 21.

Greek (Liddell-Scott)

παγκοίρᾰνος: -ον, κύριος πάντων, πότνα θεὰ παγκοίρανε θήρης Ὀππ. Κ. 4. 21· Σαβάζιος Συλλ. Ἐπιγρ. 3791.

Greek Monolingual

παγκοίρανος, -ον (Α)
αυτός που είναι απόλυτος κύριος, εξουσιαστής όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. πολυκοίτανος)].