ἐτυμότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, true meaning of a word, Str.5.4.10, 8.3.19, Plu. 2.638e.
German (Pape)
[Seite 1053] ητος, ἡ, die Wahrheit, Wirklichkeit, bes. die eigentliche Bedeutung, Strab. V p. 248; ἡ τοῦ ὀνόματος Sext. Emp. adv. gramm. 247. Bei Sp., wie Plut. Symp. 2, 4, übh. = ἐτυμολογία.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
vérité, réalité ; vraie signification, sens étymologique d'un mot.
Étymologie: ἔτυμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐτῠμότης: ητος ἡ подлинное, т. е. исходное значение (ὀνόματός τινος Plut., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐτῠμότης: -ητος, ἡ, ἡ ἀληθὴς σημασία λέξεως, Στράβ. 248, 345, Πλούτ. 2. 638Α.
Greek Monolingual
ἐτυμότης, ἡ (Α) έτυμος
η αληθινή, η πραγματική σημασία μιας λέξεως, η οποία προκύπτει από την ετυμολογία.