λινοφόρον, flax-bearing, of land, PLond.ined.2361r (iii B. C.).
λινοφόρος, -ον (Α)(για γη ή αγρό) αυτός που παράγει λίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -φόρος (< φέρω)].