ποταμοδιάρτης

Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ποταμοδιάρτου, ὁ, (διαίρω) river-ferryman, Artem.4.66.

German (Pape)

[Seite 688] ὁ, der Einen über den Fluß setzt, Artemid. 4, 66.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμοδιάρτης: -ου, ὁ, (διαίρω) «ὁ περῶν ἀεὶ τὸν ποταμὸν» (Σουΐδ.)· πορθμεὺς ποταμοῦ, «ἐδοξέ τις αὐτὸς γέφυρα γεγονέναι: ἐγένετο ποταμοδιάρτης· τὸ γὰρ αὐτὸ γεφύρας ἔργον εἶχε» Ἀρτεμίδ. 4. 66. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πορθμεύς σε ποταμό, αυτός που κάνει τακτικά δρομολόγια από τη μια όχθη στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + διαρτῶ «διαιρώ, διαχωρίζω»].