ποταμοδιάρτης
English (LSJ)
ποταμοδιάρτου, ὁ, (διαίρω) river-ferryman, Artem.4.66.
German (Pape)
[Seite 688] ὁ, der Einen über den Fluß setzt, Artemid. 4, 66.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμοδιάρτης: -ου, ὁ, (διαίρω) «ὁ περῶν ἀεὶ τὸν ποταμὸν» (Σουΐδ.)· πορθμεὺς ποταμοῦ, «ἐδοξέ τις αὐτὸς γέφυρα γεγονέναι: ἐγένετο ποταμοδιάρτης· τὸ γὰρ αὐτὸ γεφύρας ἔργον εἶχε» Ἀρτεμίδ. 4. 66. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πορθμεύς σε ποταμό, αυτός που κάνει τακτικά δρομολόγια από τη μια όχθη στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + διαρτῶ «διαιρώ, διαχωρίζω»].