ὁμοιόσκευος

Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁμοιόσκευον, in like dress or in like array, Str.17.3.7.

German (Pape)

[Seite 336] von ähnlicher Kleidung, ähnlichem Anzuge, Strab. XVII.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόσκευος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν σκευὴν ἢ ἐνδυμασίαν, Στράβ. 828.

Greek Monolingual

ὁμοιόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια ενδυμασία ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(o)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία»), πρβλ. ομόσκευος].