στρηνόφωνος
English (LSJ)
στρηνόφωνον, rough-voiced or loud-voiced, Call.Com.30.
German (Pape)
[Seite 954] von harter, rauher, starker Stimne, Callias com. bei Poll. 2, 112.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνός + -φωνος (< φωνή)].