στρηνός
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
στρηνή, στρηνόν, = στρηνής, Nicostr.Com.42.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στρηνός: -ή, -όν, = στρηνής, Νικόστρ. ἐν Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 84, Θεόδ. Στουδ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
στρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος δευτερόκλιτος τ. του επιθ. στρηνής].